- καθαρμός
- Το σύνολο των πράξεων με τις οποίες επιδιώκεται η απαλλαγή του ανθρώπου (όπως επίσης των ζώων και των αντικειμένων) από ακάθαρτα στοιχεία και πνεύματα ή από την ενοχή και την αμαρτία· η κάθαρση.
Η λέξη αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος επικού ποιήματος του Εμπεδοκλή, ενώ ήταν άγνωστη στον Όμηρο και στον Ησίοδο. Στον Σοφοκλή δήλωνε το μέσο εξαγνισμού, ενώ στον Ιπποκράτη το θεραπευτικό μέσο διαφόρων ασθενειών.
Στην αρχαιότητα οι Έλληνες απέδιδαν μεγάλη σημασία στον κ., ειδικά από την εποχή που επεκτάθηκε η λατρεία του Απόλλωνα, ο οποίος έδωσε το παράδειγμα όταν, μετά τον φόνο του Πύθωνα, υπέβαλε τον εαυτό του σε μακροχρόνια κάθαρση. Στο περιστατικό αυτό, εξάλλου, οφείλεται και η επωνυμία του Καθάρσιος. Η εξαγνιστική τελετή γινόταν πριν από πράξεις που συνδέονταν στενά με την αρχαία θρησκεία (σπονδή, προσευχή, εκατόμβη κλπ.). Οι ενδιαφερόμενοι πλένονταν και φορούσαν καθαρά ρούχα, ενώ οι θεοί προστατεύονταν από τους μιασμένους και τους ακάθαρτους με διάφορες απαγορευτικές διατάξεις· για παράδειγμα, απαγορευόταν η είσοδος στο ιερό σε όσους είχαν καταναλώσει ορισμένες τροφές που θεωρούνταν ακάθαρτες ή έπειτα από κάποιον θάνατο ή γέννηση. Ο κ. των μιασμένων γινόταν με ράντισμα με αγιασμένο νερό ή με επάλειψη με λάδι. Επίσης εφαρμοζόταν και γενικός κ. των κατοίκων μιας πόλης, προκειμένου αυτή να απαλλαγεί από κάποιο δεινό ή από την επήρεια πονηρού πνεύματος. Έτσι, κάθε χρόνο στη γιορτή των Θαργηλίων (τον Μάιο), ή και εκτάκτως, υποχρέωναν σε ορισμένες πόλεις έναν ή δύο άντρες να περιπλανηθούν μέσα στην πόλη και, αφού τους χτυπούσαν με κλαδιά συκιάς, τους θυσίαζαν για κ.
Κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια ως μέσο κ. χρησιμοποιούσαν κυρίως το νερό –με το οποίο ξέπλεναν το στίγμα της ενοχής–, που αργότερα θεωρήθηκε σύμβολο της αναγέννησης του ανθρώπου. Στις σημιτικές θρησκείες οι κ. αποτελούσαν τμήμα των σπουδαιότερων εξιλεωτικών πράξεων των ιερέων. Τα πρόσωπα που έπρεπε να υποβληθούν σε εξαγνισμό ραντίζονταν, πλένονταν με νερό ή αλείφονταν με λάδι. Οι ιερείς της Βαβυλώνας ονομάζονταν καθαροί, χαρακτηρισμό τον οποίο χρησιμοποιούσαν και στην Αίγυπτο για ορισμένη τάξη ιερέων, αν και εκεί η αυστηρή έννοια του κ. περιοριζόταν στον νεκρό. Στην Περσία, όπου θεωρούσαν τη ζωή συνεχή αγώνα εναντίον του ακάθαρτου, υλικό μέσο κ. αποτελούσε κυρίως το λούσιμο με αγιασμένο νερό αλλά και το μαστίγωμα, που ανάγκαζε το δαιμόνιο να βγει από το σώμα. Η ινδική θρησκεία χρησιμοποιούσε ως μέσα εξιλασμού το νερό, τη φωτιά, τον καπνό, το βέλος κ.ά., στα οποία απέδιδε συμβολική σημασία. Η ιαπωνική θρησκεία συσχέτιζε την έννοια του ακάθαρτου με την έννοια του κακού. Αυτό αντανακλάται και στη μυθολογία αυτής της χώρας, όπου υπήρχε θεός της ακαθαρσίας και του κακού, τον οποίο εξουδετέρωνε ο αντίστοιχος θεός της αγνότητας και της καθαρότητας. Βασικό μέσο κ. υπήρξε και σε αυτή την περίπτωση το νερό. Η κάθαρση ήταν γνωστή και στην ιουδαϊκή θρησκεία, η οποία χρησιμοποιούσε ως μέσο εξαγνισμού ένα είδος βαπτίσματος. Τέλος, ο μωαμεθανισμός έδωσε εξαιρετική σημασία στον κ., πολλαπλασιάζοντας τους αγιασμούς με νερό και δίνοντας οδηγίες σύμφωνα με τις οποίες έπρεπε να γίνεται το πλύσιμο των πιστών.
* * *ο (AM καθαρμός)1. καθαρισμός, εξαγνισμός, εξιλασμός («λύσεις τε καὶ καθαρμοὶ ἀδικημάτων», Πλάτ.)2. εξιλαστήρια τελετή, εξαγνιστική θυσία («θοῡ νῡν καθαρμὸν δαιμόνων», Σοφ.)3. κάθαρση, έκκριση, αποβολή ακάθαρτων ουσιώναρχ.1. (στα Ελευσίνια μυστήρια) ο πρώτος βαθμός τής εξαγνιστικής μυήσεως2. απόβρασμα τής κοινωνίας, κάθαρμα3. στον πληθ. Καθαρμοίτίτλος εξαγνιστικών ωδών τού Εμπεδοκλή και τού Επιμενίδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καθαρ- τού καθαίρω + -μος (πρβλ. οικτιρ-μός, συρ-μός)].
Dictionary of Greek. 2013.